προσαρτημάτων

προσαρτημάτων
προσάρτημα
appendage
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμολογία — η η επιστήμη που ασχολείται με την ανατομική, τη φυσιολογία και τις παθήσεις τού οφθαλμικού βολβού και τών προσαρτημάτων του, δηλ. τών βλεφάρων, τών δακρυϊκών αδένων και τών δακρυϊκών, οδών, η οφθαλμιατρική. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”